-
1 ὁμαλισμός
ὁμᾰλ-ισμός, ὁ,II καθ' ὁμαλισμὸν ἀναγνωστέον one must read without a rise of pitch, of enclitics, Sch.A.Ag. 937, Sch.Ar.Pl. 414 ;ἡ κατὰ ὁ. [ἀπήχησις] ἐν τῇ βαρείᾳ D.T.630.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμαλισμός
См. также в других словарях:
ομαλισμός — ο (ΑΜ ὁμαλισμός) [ομαλίζω] (ιδίως για έδαφος) εξάλειψη τών ανωμαλιών, ισοπέδωση («καὶ θῑνας ἀενάους καὶ φάραγγας πληροῡσθαι εἰς ὁμαλισμὸν τῆς γῆς», ΠΔ) μσν. επίλυση προβληματικής κατάστασης αρχ. 1. γραμμ. η έγκλιση τού τόνου 2. φρ. «καθ ὁμαλισμὸν … Dictionary of Greek